Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Το ξάφνιασμα

"Ο εαυτός σου, δεν σ' έχει ξαφνιάσει ποτέ;"
"Ναι, μ' έχει!! Μια φορά! Ήταν τότε που περπατούσα προς μιαν αγάπη χωρίς παπούτσια... Ξυπόλητη!"
"Όπως λέμε: Ξυπόλητη στ' αγκάθια!!!"
Χαχαχα!!! Γέλασε. "Κάπως έτσι!!!"
"Τ' αγκάθια ματώνουν, γλυκιά μου, και πληγώνουν. Κι ό,τι μας πληγώνει μας αφυπνίζει και μας επαναφέρει στην πραγματικότητα. Εγώ πάντως, σου εύχομαι να σε ξαφνιάσει ο εαυτός σου, να μπεις και πάλι στη διαδικασία του παιχνιδιού, να ξαναβρείς τα σκιρτήματα του έρωτα! Του χαμένου έρωτα! Γιατί όταν δεν αφήνεσαι, δεν έχεις θέμα! Το στεγανοποιείς! Αν όμως αφεθείς και αισθανθείς..." έκοψε κάπως απότομα τη φράση της και συνέχισε "Αφέσου να παρασυρθείς και να ζήσεις μια περιπέτεια!"
"Μα δεν φοβάμαι να παρασυρθώ! Φοβάμαι μη με πάρει ο αέρας,  πέσω και γκρεμοτσακιστώ!"
Μαρία Αθανασιάδη

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Εγκλωβισμός

Είχε πείσει τον εαυτό της πως όλα όσα έκανε ήταν σωστά. Αδιαφορούσε για το πως αισθανόταν ο κόσμος γύρω της, αρκεί εκείνη να ένιωθε καλά.
Έδινε την εντύπωση μιας σύγχρονης κοπέλας, με τα μίνι της, τα τατουάζ της, όμως πίσω από την όμορφη εικόνα της, έκρυβε πολύ καλά τις "εγκλωβισμένες" αναχρονιστικές αντιλήψεις της. Κι όταν έβρισκε χώρο, τις απελευθέρωνε. Πίεζε και καταπίεζε τους άλλους. Έδειχνε να μην την ενδιέφερε αν εκείνοι ασφυκτιούσαν κάτω από το ζυγό της.
Το ίδιο έκανε και στο παρελθόν και δεν της βγήκε. Μυαλό δεν έβαλε. Το ίδιο κάνει και τώρα και το πιο πιθανό να εξακολουθήσει να το κάνει και στο μέλλον. Η καταστροφή ήταν μπροστά της, αλλά εκείνη δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη της...
Μαρία Αθανασιάδη

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Υγρά κρύσταλλα

Είχε φτάσει το τέλος. Δεν κοίταξε πίσω της ούτε για μια στιγμή, μην τυχόν και φανεί η πίκρα στο βλέμμα της. Βγήκε έξω στο δρόμο.
            Ξάφνου, σαν να άλλαξε με μιας η εποχή κι από καλοκαίρι, ο χειμώνας είχε κάνει εντυπωσιακή την εμφάνιση του. Μόνο που δεν άγγιξε τη φύση, αλλά την πληγωμένη της καρδιά.
            Γέμισε με σύννεφα η ψυχή της και δεν έκανε τίποτα να συγκρατήσει τα δάκρυα που είχαν θολώσει τα μελιά της μάτια. Κλείνοντάς τα, τα άφησε να τρέξουν ελεύθερα και να κατρακυλήσουν στα μάγουλά της.
            Μα εκείνα, κρεμάστηκαν στην άκρη των χειλιών. Λες και δεν ήθελαν να δεχτούν αυτόν τον αποχωρισμό, στάθηκαν εκεί, αναγκάζοντάς την να γευτεί την αλμύρα τους, πριν γίνουν κρύσταλλα και πέσουν στο χώμα.
Μαρία Αθανασιάδη