Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Να σου δώσω έρωτα;

-Να σου δώσω έρωτα;
-Δώσε μου!
-Είναι βρώμικος...
-Δώσ’ τον μου βρώμικο!
-Να μαντέψω θέλω...
-Μάντεψε.
-Θέλω να ρωτήσω ακόμη...
-Ρώτησε!
-Ας υποθέσουμε ότι χτυπώ...
-Θα σου ανοίξω!
-Ας υποθέσουμε ότι σε καλώ...
-Θα έρθω!
-Κι αν σε περιμένει συμφορά;
-Στη συμφορά!
-Κι αν σε ξεγελάσω;
-Θα σε συγχωρήσω!
-«Τραγούδα!» θα σε προστάξω...
-Θα τραγουδήσω!
-Κλείσε την πόρτα σου στον φίλο...
-Θα την κλείσω!
-Θα σου πω: σκότωσε!
-Θα σκοτώσω!
-Θα σου πω: πέθανε!
-Θα πεθάνω!
-Κι αν πνιγώ;
-Θα σε σώσω!
-Κι αν πονάς;
-Θα υπομένω!
-Κι αν άξαφνα – τοίχος;
-Θα το μεταφέρω!
-Κι αν – κόμπος;
-Θα τον κόψω!
-Κι αν εκατό κόμποι;
-Και τους εκατό!
-Να σου δώσω έρωτα;
-Έρωτα!
-Δεν πρόκειται!
-Γιατί;
-Γιατί δεν αγαπώ τους σκλάβους..
Ρόμπερτ Ροζντέστβενσκι

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Η καρδιά δε ρωτάει...

Ο δρόμος για την καρδιά του ήταν δύσκολος και απροσπέλαστος. Ήταν κλειστός σε συναισθηματισμούς και φειδωλός στα λόγια του, από επιλογή.  Είχε πληγωθεί πολύ κατά το παρελθόν κι αυτό τον έκανε ιδιαίτερα προσεκτικό σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις του. Καμιά γυναίκα δεν κατάφερε ν' αγγίξει την καρδιά του , να ξεκλειδώσει την ψυχή του.
            Ξοδευόταν σε ασήμαντες και εφήμερες Ιθάκες -μαγεμένος από το πλάνο τραγούδι των Σειρήνων, που απροκάλυπτα του φώναζαν να ακολουθήσει το δρομο τους- χωρίς ποτέ να αφεθεί, χωρίς ποτέ να παρασυρθεί από αγάπες και έρωτες. Όλα ήταν επιδερμικά για τον Άγγελο. Τα πάντα ξεκινούσαν και τελείωναν στο κορμί και δεν  έφταναν πιο πέρα από αυτό. Του άφηναν μια γεύση πικρή, αλμυρή, μα είχε πείσει τον εαυτό του πως ήταν γλυκιά για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω. Δεν τον ενοχλούσε πλέον, αντιθέτως, θεωρούσε πως έτσι προστατευόταν απ' τις "κακοτοπιές" και δεν θα χρειαζόταν να συναρμολογήσει τα κομμάτια του ξανά. Τόσο πολύ είχε πονέσει.
            Αρνιόταν πεισματικά την αγάπη, από φόβο μην τον αρνηθεί κι αυτή. Είχε αποδεχτεί την ευκολία με την οποία χάνονταν τα πράγματα, τα συναισθήματα, οι άνθρωποι που κάποτε είχαν έρθει αβίαστα στη ζωή του. Είχε κουραστεί να ταξιδεύει σε θάλασσες φουρτουνιασμένες, σκούρες, σκοτεινές, σχεδόν μαύρες, παλεύοντας με τα μανιασμένα κύματα, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του ένα "τίποτα" γι' αποσκευή.
            Όμως, δεν λογάριασε καλά. Η κλειδωμένη του καρδιά είχε άλλα σχέδια. Καιρό τώρα προσπαθούσε να βρει μια χαραμάδα. Να βρει διέξοδο. Να βγει στο φως! Λαχταρούσε να σκιρτήσει και πάλι στο στήθος του. Ποθούσε να μεθύσει από ήχους, λέξεις, μελωδίες. Αρώματα και μυρωδιές. Αγγίγματα, χάδια και φιλιά.
            "Θυμάμαι..." ψέλλισε δειλά.
            "Ξέχνα!" της υπαγόρευσε εκείνος.
            Όσο κι αν είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ξαναπλησιάσει τις ξεχασμένες μνήμες, όσο κι αν τις κρατούσε καλά σφαλισμένες μέσα του, γελάστηκε. Ήξεραν εκείνες να δραπετεύουν. Ήταν παγιδευμένος στα πλοκάμια ενός "περιμένω". Έψαχνε ένα ουράνιο τόξο να ξεπροβάλλει στον ουρανό του και να διώξει τη μαυρίλα και τη συννεφιά που είχαν κάνει κατάληψη στην ψυχή του. Γιατί όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί, βαθιά μέσα του -ενδόμυχα- αυτή η γλυκιά μα συνάμα μακρινή προσμονή ήταν που τον κρατούσε ζωντανό. Είχε φωλιάσει στο πίσω μέρος του μυαλού του, ωστόσο δεν την άφηνε να εξωτερικευτεί μη θέλοντας να μάθουν οι άλλοι το τρωτό του σημείο. Το πόσο μόνος αισθανόταν.
            Παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε στον Πέρα Γιαλό, το παλιό λιμάνι, πέρασε από τα γραφικά σοκάκια του νησιού της Αστυπάλαιας, στο οποίο διέμενε τους τελευταίους μήνες. Αν και στεριανός στην καταγωγή, τον εντυπωσίασαν - από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί- η καθαρότητα στις ματιές των ανθρώπων, η απλότητα του απέραντου γαλάζιου κι η μυρωδιά της θάλασσας. Το ενετικό κάστρο στη Χώρα και τα κάτασπρα σπιτάκια στην πλαγιά του λόφου. Η ησυχία και η γαλήνη στο βλέμμα των ηλικιωμένων που ακουμπούσαν στη μαγκούρα τα γέρικα κορμιά τους. Οι οκτώ ανεμόμυλοι, οι πολλές εκκλησίες και το Στενό που χώριζε το νησί στο Μέσα και το Έξω. Οι φωνές από τα γέλια και τα πειράγματα των παιδιών τα απογεύματα της Κυριακής στις γειτονιές και τη μικρή πλατεία. Ακόμη και η ομίχλη που κατέβαινε επισκέπτρια απ' τα βουνά και μπερδευόταν στις στράτες. Όλα τον είχαν κερδίσει. Κάθε κομμάτι αυτής της γης ήταν και μια ανταμοιβή για την απόφασή του να εγκαταλείψει τα πάντα και να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί.
            Καλημέρισε τον κυρ-Κώστα, έναν γέρο που είχε φάει τα χρόνια του στη θάλασσα, σε σφουγγαράδικο. Τώρα πια ανήμπορος και σακατεμένος από τη νόσο των δυτών, απολάμβανε το καφεδάκι του -έναν διπλό  γλυκό ελληνικό καφέ "μπας και καταφέρνει να διώξει την αλμύρα από τα χείλη μου!" όπως συνήθιζε να λέει- στο παραδοσιακό καφενείο. Τους θαύμαζε αυτούς τους ανθρώπους ο Άγγελος. Δεν χόρταινε ν' ακούει τις ιστορίες τους.
            Κοντοστάθηκε να χαζέψει το μικρό πετρόκτιστο μαγαζάκι που πουλούσε είδη λαϊκής τέχνης για τους λίγους μα εκλεκτούς επισκέπτες, οι οποίοι αποφάσιζαν να περάσουν τις διακοπές τους το καλοκαίρι σε αυτό το πανέμορφο νησί των Δωδεκανήσων. Πρώτη φορά έμπαινε μέσα. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε ανάμεσα σε υφάσματα κεντημένα με χρυσοκλωστές, ναργιλέδες με περίτεχνα σχέδια, όμορφα διακοσμητικά από φυσητό γυαλί σε ποικίλα χρώματα, μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα χειροποίητο κομπολόι με πέτρες από κεχριμπάρι. Ασυναίσθητα, το πήρε στα χέρια του.
            "Λένε πως λειτουργεί σαν βάλσαμο στις ψυχές. Πως μαλακώνει και γλυκαίνει τους καημούς και τις στενοχώριες, γιατί με τη μελωδική του συντροφιά μας αποσπά, έστω και παροδικά, από τις λύπες που μας βαραίνουν, προσφέροντάς μας μια φευγαλέα ανακούφιση!" ακούστηκε μια γλυκιά φωνή πίσω του.
            Γύρισε προς το μέρος της και στάθηκε αμήχανος μπροστά στην νεαρή γυναίκα που του χαμογελούσε. Το αψεγάδιαστο πρόσωπό της πλαισίωνε ένα ζευγάρι μελιά μάτια, τα οποία σε συνδυασμό με τις καστανοκόκκινες μπούκλες που έπεφταν ατίθασα πάνω τους, την έκαναν ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολύ ελκυστική. Του Άγγελου του κόπηκε η ανάσα. "Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι!" σκέφτηκε.
            "Για το κομπολόι λέω, είναι βάλσαμο..." ξαναείπε εκείνη.
            "Αν είναι έτσι, τότε να το αγοράσω!" πρότεινε αυτός και γέλασαν κι οι δυο μαζί.
            "Με λένε Δανάη!" είπε η κοπέλα τείνοντας το χέρι της προς το μέρος του.
            "Κι εμένα Άγγελο!" απάντησε και ανταπέδωσε τη χειραψία.
            Η ζεστασιά του αγγίγματος αυτού άναψε μέσα του μια τόση δα φωτίτσα, τη φύσηξε να σβήσει μα εκείνη δυνάμωσε. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Η καρδιά δε ρωτάει! Δυο τρεις φευγαλέες ματιές, λίγες λέξεις, μερικά κρυφά χαμόγελα, έφτασαν για να αποσυντονίσουν και να αποδιοργανώσουν αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους που η μοίρα θέλησε να φέρει κοντά.
            Σήμερα, ξημέρωσε μια καινούργια μέρα. Το ένιωσε κι εκείνος. Σαν κάτι αόρατο να πλανιόταν στον αέρα. Κάτι απροσδιόριστο του είχε ανεβάσει τη διάθεση. Έκανε πως δεν κατάλαβε. Κάποιοι λένε πως ο έρωτας έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Και ο Άγγελος αιφνιδιάστηκε. Απρόσμενα και ανέλπιστα. Ξάφνου σταμάτησε ο χρόνος και άρχισαν να τρέμουν οι καρδιές. Τα κορμιά ξεκίνησαν το ταξίδι τους δίνοντας τη θέση τους στην ηδονή, στο απόλυτο ταίριασμα και το ολοκληρωτικό δόσιμο των ψυχών.
              "Από τότε που σε γνώρισα... Από τότε που σε κοίταξα μέσα στα μάτια, έγινες για μένα πολύτιμη..." ψιθύρισε ο Άγγελος και η Δανάη κούρνιασε στην αγκαλιά του αναζητώντας τη θέρμη της.